γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετρος → region more fitting to beasts than men
ο, θηλ. ψαρού, Ν [[[ψάρι]] (Ι)]1. άτομο που ασχολείται επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά με το ψάρεμα, αλιέας2. ιχθυοπώλης3. το θηλ. σύζυγος ψαρά4. (σπάν.) ψαρότοπος.