ψαράς

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. ψαρού, Ν [[[ψάρι]] (Ι)]
1. άτομο που ασχολείται επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά με το ψάρεμα, αλιέας
2. ιχθυοπώλης
3. το θηλ. σύζυγος ψαρά
4. (σπάν.) ψαρότοπος.