σφετερίζομαι
From LSJ
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
French (Bailly abrégé)
f. σφετεριοῦμαι, ao. ἐσφετερισάμην, pf. ἐσφετέρισμαι, pqp. ἐσφετερίσμην;
1 s'approprier, usurper, acc.;
2 fig. se concilier, gagner, captiver.
Étymologie: σφέτερος.