ἐκβιβρώσκω

From LSJ
Revision as of 08:20, 27 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>sc</i>." to "<i>sc.</i>")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκβιβρώσκω Medium diacritics: ἐκβιβρώσκω Low diacritics: εκβιβρώσκω Capitals: ΕΚΒΙΒΡΩΣΚΩ
Transliteration A: ekbibrṓskō Transliteration B: ekbibrōskō Transliteration C: ekvivrosko Beta Code: e)kbibrw/skw

English (LSJ)

devour, ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας S.Tr.1054:— Pass., Gp.2.35.7: metaph., Corn.ND18.

Spanish (DGE)

devorar ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας S.Tr.1054 (tm.), (ἔχιδνα) τὴν γαστέρα τῆς μητρός Horap.2.60, en v. pas. Gp.2.35.7, fig. ὁ φθόνος τὴν καρδίαν Chrys.M.61.708, tb. en v. pas. ἡ ... ἡμετέρα ἐντρέχεια ... ὑπὸ τῆς λεπτομεριμνίας Corn.ND 18, cf. Ph.1.236
roer, carcomer en v. pas. διά τινα σηπεδόνα μεγάλην ἐκβρωθέν τι μέρος αὐτοῦ (sc. τοῦ χιτῶνος) Gal.3.534, πετρῶν αἰθαλωδῶν κατὰ τὴν χρόαν, ὡς ἂν ἐκβεβρωμένων ὑπὸ πυρός Str.5.4.8, cf. Sch.Theoc.1.40b.

German (Pape)

[Seite 754] (s. βιβρώσκω), ausfressen, Sp. In tmesi Soph. Tr. 1043, ἐκ μὲν ἐσχάτας βἑβρωκε σάρκας.

French (Bailly abrégé)

dévorer.
Étymologie: ἐκ, βιβρώσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκβιβρώσκω: съедать, пожирать (ἐσχάτας σάρκας Soph. - in tmesi).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβιβρώσκω: κατατρώγω, ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας Σοφ. Τρ. 1053.

Greek Monolingual

ἐκβιβρώσκω (Α)
κατατρώγω.

Greek Monotonic

ἐκβιβρώσκω: παρακ. -βέβρωκα, καταβροχθίζω, σε Σοφ.

Middle Liddell

perf. -βέβρωκα
to devour, Soph.