ὑπεροπτικῶς
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
French (Bailly abrégé)
adv.
d'un air méprisant, avec fierté ou dédain.
Étymologie: ὑπεροπτικός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεροπτικῶς: с презрением, презрительно Xen. etc.