δασώδης

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

German (Pape)

[Seite 524] ες, waldig, τόπος Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δασώδης: -ες, ὁ κεκαλυμμένος διὰ πυκνῶν θάμνων, Γραμμ.

Spanish (DGE)

-ες boscoso τόποι Eutecnius Th.Par.12.9.

Greek Monolingual

-ες (AM δασώδης, -ες) δάσος
(για τόπο) σκεπασμένος με δάση ή με πυκνή, θαμνώδη βλάστηση.