ἀρρητοποιός

From LSJ
Revision as of 17:04, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρητοποιός Medium diacritics: ἀρρητοποιός Low diacritics: αρρητοποιός Capitals: ΑΡΡΗΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: arrētopoiós Transliteration B: arrētopoios Transliteration C: arritopoios Beta Code: a)rrhtopoio/s

English (LSJ)

όν, A practising such vice, Anon.in EN172.29. II pedantically, celebrating mysteries, Luc.Lex.10.

Spanish (DGE)

-όν
1 que practica un vicio obsceno o vergonzoso Πολύμνηστος δὲ καὶ Οἰώνιχος ὅμοιοι ἀρρητοποιοί Sch.Ar.Eq.1287, cf. Anon.in EN 172.29, Hsch.
2 que celebra misterios Luc.Lex.10.

Greek Monolingual

ἀρρητοποιός, -όν (Α) αρρητοποιώ
1. αυτός που λαμβάνει μέρος σε μυστήρια, ο μύστης
2. αυτός που κάνει ακατονόμαστες, αισχρές πράξεις.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρητοποιός: участвующий в священных таинствах, по друг. творящий постыдные дела Luc.

German (Pape)

Unsägliches, Schändliches tuend, Sp.