δοχεύς

From LSJ
Revision as of 18:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοχεύς Medium diacritics: δοχεύς Low diacritics: δοχεύς Capitals: ΔΟΧΕΥΣ
Transliteration A: docheús Transliteration B: docheus Transliteration C: docheys Beta Code: doxeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, recipient, especially of oracles or inspiration, Orac. ap. Porph. ap. Eus.PE5.9, Herm. in Phdr.pp.105,111A.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
• Morfología: [gen. δοχῆος Orác. en Porph.Fr.349.5, Orac.Chald.211; ac. δοχῆα Orác. en Porph.Fr.350.19]
1 receptor inspirado de un oráculo, médium que recibe el espíritu divino τὸν δοχέα πληρώσας τὸν χρησμὸν ἀπεφοίβαζεν Eus.PE 3.16.1, ῥεῦμα τὸ φοιβείης ... αἴγλης ... κάππεσεν ἀμφὶ κάρηνον ἀμωμήτοιο δοχῆος Orác. en Porph.Fr.349.5, cf. 350.19, Herm.in Phdr.105, Orac.Chald.l.c., del poeta inspirado, Herm.in Phdr.111
receptáculo ὃν (νοῦν) ... ἀξιώτατον ἡγοῦμαι δοχέα θεοῦ Synes.Ep.151.
2 huésped, anfitrión στεφανωθήσεται ... καθ' ἑκάστην σύνοδον ὑπὸ τοῦ δοχέως IG 12.Suppl.365.11 (Tasos II d.C.).

German (Pape)

[Seite 663] ὁ, der Aufnehmende, Sp.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
hôte.
Étymologie: δέχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

δοχεύς: έως, ὁ, ὁ δεχόμενος, Χρησμ. παρ’ Εὐσ. Ε. Π. 194D.

Greek Monolingual

δοχεύς, ο (Α)
αυτός που δέχεται κάτι, δέκτης (ειδ. για χρησμό ή έμπνευση).