εὔληκτος
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
ον, soon ceasing, Luc.Trag.324.
German (Pape)
[Seite 1078] bald aufhörend, Luc. Tragod. 324.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cesse facilement.
Étymologie: εὖ, λήγω.
Russian (Dvoretsky)
εὔληκτος: легко прекращающийся, т. е. непродолжительный (ἄλγημα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔληκτος: -ον, ταχέως λήγων, Λουκ. Τραγ. 324.
Greek Monolingual
εὔληκτος, -ον (Α)
αυτός που τελειώνει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ληκτός (< λήγω).