κοπτός
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
English (LSJ)
ή, όν, A chopped small or pounded, ἰσχάς Cratin.371; τυρός Antiph.133.8. II κοπτὴ σησαμίς, a cake of pounded sesame, Artem.1.72 codd.; κοπτή alone in this sense, Sopat.17, AP12.212 (Strat.), POxy.113.31 (ii A. D.), Alex.Trall.1.15. 2 κοπτή, ἡ, lozenge, pastille, Dsc.2.103, Archig. ap. Orib.8.46.8.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
meurtri.
Étymologie: κόπτω.
Greek (Liddell-Scott)
κοπτός: -ή, -όν, κεκομμένος εἰς μικρὰ τεμάχια ἢ κοπανισμένος πρβλ. κόπτω Ι. 8), ἰσχὰς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 112· τυρὸς Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωψι» 2. 8. ΙΙ. κοπτὴ σησαμίς, πλακοῦς ἐκ κοπανισμένου σησάμου, Ἀρτεμίδ. 1. 72· καὶ κοπτὴ μόνον, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 649Α, Ἀνθ. Π. 12. 212. 2) φάρμακον κοπανισμένον, Γαλην.
Greek Monolingual
κοπτός, -ή, -όν (Α)
βλ. κοφτός.
Greek Monotonic
κοπτός: -ή, -όν, κομμένος σε μικρά κομμάτια, τεμαχισμένος· κοπτή, ἡ, πλακούντας από κοπανισμένο σουσάμι, σε Ανθ.
Middle Liddell
κοπτός, ή, όν
chopped small: κοπτή, ἡ, a cake of pounded sesame, Anth.