λυχνοπώλης

From LSJ
Revision as of 12:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυχνοπώλης Medium diacritics: λυχνοπώλης Low diacritics: λυχνοπώλης Capitals: ΛΥΧΝΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: lychnopṓlēs Transliteration B: lychnopōlēs Transliteration C: lychnopolis Beta Code: luxnopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ, dealer in lamps or lanterns, Ar. Eq.739.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de lampes.
Étymologie: λύχνος, πωλέω.

German (Pape)

ὁ, Leuchten-, Lampenhändler, Ar. Eq. 739.

Russian (Dvoretsky)

λυχνοπώλης: ου ὁ продавец светильников Arph.

Greek (Liddell-Scott)

λυχνοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν λύχνους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 739.

Greek Monolingual

λυχνοπώλης, ὁ (Α)
αυτός που πουλά λύχνους ή λυχνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -πώλης (< πωλῶ)].

Greek Monotonic

λυχνοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που πουλάει λύχνους ή φανάρια, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λυχνο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω
a dealer in lamps or lanterns, Ar.