τριόφθαλμος
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
English (LSJ)
ον, A three-eyed, Orac. ap. Apollod.2.8.3, Plu.2.520c, etc. 2 ὁ τ., name of a precious stone, Plin.HN37.186.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à trois yeux.
Étymologie: τρεῖς, ὀφθαλμός.
German (Pape)
dreiäugig, Plut. curios. 10.
Bei Plin. Name eines Edelsteins.
Russian (Dvoretsky)
τρῐόφθαλμος: трехглазый Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τριόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς ὀφθαλμούς, Χρησμ. παρ’ Ἀπολλοδ. 2. 8, 3, Πλούτ. 2. 520C, κλπ. 2) ὁ τρ., ὄνομα πολυτίμου λίθου, Plin. N. H. 37. 11.
Greek Monolingual
-ον Α
1. αυτός που έχει τρεις οφθαλμούς
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τριόφθαλμος
ονομασία πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ὀφθαλμός (πρβλ. πεντ-όφθαλμος)].