φίλοπλος
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
ον, loving arms, AP11.195 (Diosc.), Epigr.Gr.223.7 (Milet.), Ephes.3 Nos.55,70, Vett.Val.17.24, Ptol.Tetr.61,69.
German (Pape)
[Seite 1283] Waffen, Krieg liebend, Dioscor. 20 (XI, 195).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime les armes.
Étymologie: φίλος, ὅπλον.
Russian (Dvoretsky)
φίλοπλος: любящий оружие, т. е. воинственный Anth.
Greek (Liddell-Scott)
φίλοπλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ ὅπλα, Ἀνθ. Π. 11. 195, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 223. 7,
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά τα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. χαλκέ-οπλος].
Greek Monotonic
φίλοπλος: -ον (ὅπλα), αυτός που αγαπά τα όπλα, σε Ανθ.