ἀμυκτικός

From LSJ
Revision as of 17:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμυκτικός Medium diacritics: ἀμυκτικός Low diacritics: αμυκτικός Capitals: ΑΜΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: amyktikós Transliteration B: amyktikos Transliteration C: amyktikos Beta Code: a)muktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A fit for tearing, lacerating, Plu.2.642c. Adv. -κῶς Sch.Nic.Th.131. II Medic., of remedies, irritant, Sor.2.12, al., Dsc.1.174 (Sup.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1irritante, que produce escoriación τραχύτης (τῶν ἐρίων) Plu.2.642c.
2 medic. irritante, cáustico Sor.103.34, Dsc.2.174, Theod.Prisc.Log.21.
II adv. -ῶς lacerantemente Sch.Nic.Th.131.

German (Pape)

[Seite 130] (ἀμύσσω), ritzend, Plut. Symp. 2, 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui égratigne.
Étymologie: ἀμύσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμυκτικός: царапающий, ранящий (τῶν ἐρίων τραχύτης Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυκτικός: -ή, -όν, (ἀμύσσω) ἐπιτήδειος, κατάλληλος πρὸς τὸ ἀμύσσειν, σπαράσσειν τὰς σάρκας, Πλούτ. 2. 642C: - Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 131. ΙΙ. περί τινων φαρμάκων, ἐρεθιστικός, Cael. Aurel.

Greek Monolingual

ἀμυκτικός, -ή, -ὸν (Α) ἀμύσσω
1. ο ικανός, ο επιτήδειος στο να προκαλεί αμυχές
2. (για φάρμακα) ερεθιστικός.