ἐμπερόναμα
From LSJ
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
English (LSJ)
Doric for ἐμπερόνημα.
Spanish (DGE)
v. ἐμπερόνημα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
]robe agrafée sur les épaules.
Étymologie: ἐμπερονάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπερόνᾱμα: ατος τό плащ на застежке Theocr.