φοινικοῦς

From LSJ
Revision as of 16:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινικοῦς Medium diacritics: φοινικοῦς Low diacritics: φοινικούς Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΥΣ
Transliteration A: phoinikoûs Transliteration B: phoinikous Transliteration C: foinikoys Beta Code: foinikou=s

English (LSJ)

ῆ, οῦν, v. φοινίκεος.

German (Pape)

[Seite 1296] οῦντος, ὁ, = φοινικών, Palmenwald, D. Sic. 3, 42. οῦσσα, οῦν, zsgzgn statt φοινικόεις, w. m. s. ῆ, οῦν, zsgzgn statt φοινίκεος, Xen. u. A.; vgl. Lob. Phryn. 148.

French (Bailly abrégé)

ῆ, οῦν :
d'un rouge de pourpre, écarlate.
Étymologie: φοῖνιξ¹.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκοῦς: Xen., Arst. = φοινίκεος.
οῦντος ὁ пальмовая роща Diod.

Greek (Liddell-Scott)

φοινικοῦς: -ῆ, -οῦν, ἴδε φοινικόεις

Greek Monolingual

(I)
-ῆ, -οῦν, και ασυναίρ. τ. φοινίκεος, -έα, -εον, και φαινικοῦς, -οῦν, Α
1. αυτός που έχει βαθυκόκκινο χρώμα, πορφυρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινικοῦν
το βαθυκόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + κατάλ. -οῦς / -εος (πρβλ. χρυσ-οῦς / -έος). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. του θηλ. ponikea].
(II)
-οῦσα, -οῦν, Α
βλ. φοινικόεις.

English (Woodhouse)

(see also: φοινίκεος) crimson

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)