ὑπόμιγμα
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mélange en dessous, mélange.
Étymologie: ὑπομίγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόμιγμα: τὸ, μῖγμα, Πλούτ. 2. 934D.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόμιγμα: ατος τό примесь Plut.
ατος (τό) :
mélange en dessous, mélange.
Étymologie: ὑπομίγνυμι.
ὑπόμιγμα: τὸ, μῖγμα, Πλούτ. 2. 934D.
ὑπόμιγμα: ατος τό примесь Plut.