διαζώω
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
v. διαζάω.
Spanish (DGE)
v. διαζάω.
German (Pape)
[Seite 578] = διαζάω, Her. 3, 25, ποιηφαγέοντες.
French (Bailly abrégé)
seul. impf. διέζωον;
soutenir sa vie.
Étymologie: ion., cf. διαζάω.
Russian (Dvoretsky)
διαζώω: Her. = διαζάω.
Greek (Liddell-Scott)
διαζώω: Ἰων. ἀντὶ διαζάω.
Greek Monotonic
διαζώω: Ιων. αντί δια-ζάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαζώω zie διαζήω.