χρυσῖτις
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
French (Bailly abrégé)
ίτιδος
adj. f.
qui contient de l'or.
Étymologie: χρυσός.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσῖτις: ῐδος adj. f золотая, золотоносная (ψάμμος Her.).
ῐδος ἡ
1 золотой песок Plut.;
2 Arst. = χρυσοκόμη.
German (Pape)
fem. zu χρυσίτης.