πρωτόζυξ

From LSJ
Revision as of 15:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόζυξ Medium diacritics: πρωτόζυξ Low diacritics: πρωτόζυξ Capitals: ΠΡΩΤΟΖΥΞ
Transliteration A: prōtózyx Transliteration B: prōtozyx Transliteration C: protozyks Beta Code: prwto/zuc

English (LSJ)

-υγος, = πρωτόζευκτος, Κύπρις AP 9.245 (Antiphan.).

German (Pape)

[Seite 805] υγος, = Vorigem, Κύπρις, Antiphan. 9 (IX, 245), der erste Beischlaf.

French (Bailly abrégé)

ζυγος (ὁ, ἡ)
marié pour la première fois.
Étymologie: πρῶτος, ζεύγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

πρωτόζυξ: ζῠγος adj. досл. впервые сочетавшийся браком, (о любви) первый (Κύπρις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόζυξ: -ῠγος, = πρωτόζευκτος, Ἀνθ. Π. 9. 245.

Greek Monolingual

-υγος, ὁ, ἡ, ΜΑ
ο πρωτόζευκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. ὁμό-ζυξ].

Greek Monotonic

πρωτόζυξ: -ῠγος (ζεύγνυμι), πρόσφατα παντρεμένος, νιόπαντρος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πρωτό-ζυξ, ῠγος, ζεύγνυμι
newly wedded, Anth.