ἀνεπιλήπτως
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
French (Bailly abrégé)
adv.
sans reproche.
Étymologie: ἀνεπίληπτος.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπιλήπτως: безопасно, беспрепятственно (πορεύειν Xen.).