συκοφαντικῶς
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
French (Bailly abrégé)
adv.
en calomniateur.
Étymologie: συκοφαντικός.
Russian (Dvoretsky)
σῡκοφαντικῶς: по-сикофантски, клеветнически Isocr., Luc.
English (Woodhouse)
(see also: συκοφαντικός) calumniously