ἐγχραύω
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
Epic ἐνιχραύω Nic. Th. 277, = ἐγχράω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐνι- Nic.Th.277
golpear con ἐς τὸ πρόσωπον τὸ σκῆπτρον Hdt.6.75
•picar con, clavar de un golpe οἷσι κεράστης οὐλόμενος κακόεργον ἐνιχραύσῃ κυνόδοντα a quienes la mortífera cerastes pique con su maligno colmillo Nic.l.c.
German (Pape)
[Seite 714] hineinstoßen, -schlagen, ἐνέχραυε τὸ σκῆπτρον ἐς τὸ πρόσωπ ον Her. 6, 75.
French (Bailly abrégé)
impf. 3ᵉ sg. ἐνέχραυε;
asséner sur.
Étymologie: ἐν, χραύω.
Greek Monolingual
ἐγχραύω και ἐγχρῶ (-άω) (Α) χτυπώ, σπρώχνω σε κάτι.