ἐπιλιμνάζω
From LSJ
German (Pape)
[Seite 958] einen See bilden durch Überschwemmung, πεδία ἐπιλελιμνασμένα χειμάῤῥοις, überschwemmt, Plut. Caes. 25.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. ἐπιλελιμνασμένος;
former un marais en couvrant d'eaux stagnantes.
Étymologie: ἐπί, λιμνάζω.
Greek Monolingual
ἐπιλιμνάζω (AM) λιμνάζω
κατακλύζω, παρέχω πλουσιοπάροχα («(Χριστός) πάντων ἀγαθῶν ἐκ τοῦ οἰκείου πληρώματος τοῖς πᾶσιν ἐπιλιμνάζων»).
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλιμνάζω: затоплять, наводнять, заболачивать (πεδία χειμάρροις ἐπιλελιμνασμένα Plut.).