ἐγγενῶς
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
French (Bailly abrégé)
adv.
à titre de compatriotes.
Étymologie: ἐγγενής.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγενῶς: γνησίως, εἴπερ ἐγγενῶς ἔτι τῶν Λαβδακείων ἐντρέπεσθε δωμάτων, δηλ. ὡς ἐγγενεῖς ὄντες κτλ., Σοφ. Ο. Τ. 1225.
Russian (Dvoretsky)
ἐγγενῶς: в силу родства, по врожденной склонности: ἐ. τῶν Λαβδακείων δωμάτων Soph. по прирожденной преданности дому Лабдакидов.