ἠλιθίως
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
French (Bailly abrégé)
adv.
sottement, stupidement.
Étymologie: ἠλίθιος.
Russian (Dvoretsky)
ἠλῐθίως: безрассудно, глупо Lys.: ἠ. οἰόμενοι Plat. придерживающиеся глупых взглядов.