ελεώ

From LSJ
Revision as of 20:11, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Greek Monolingual

(-έω) (AM ἐλεῶ)
1. αισθάνομαι έλεος, συμπόνια για κάποιον
2. δίνω ελεημοσύνη ή βοήθεια σ' όσους έχουν ανάγκη
3. φρ. «Κύριε ἐλέησον»
Κύριε, σπλαχνίσου μας, χάρισέ μας το έλεός σου
μσν.- νεοελλ.
(το θηλ. μτχ. ως ουσ.) ἡ Ἐλεοῦσα
προσωνυμία της Θεοτόκου
νεοελλ.
φρ. «Κύριε ελέησον» — για δήλωση απορίας, έκπληξης κ.λπ.