διαμίγνυμι

From LSJ
Revision as of 11:50, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμίγνῡμι Medium diacritics: διαμίγνυμι Low diacritics: διαμίγνυμι Capitals: ΔΙΑΜΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: diamígnymi Transliteration B: diamignymi Transliteration C: diamignymi Beta Code: diami/gnumi

English (LSJ)

or διαμιγνύω (Plu.2.1131e), fut. -μίξω, to mix up, l.c.:— Pass., διαμεμιγμέναι Pl.Com.174.9 codd. Ath.; cf. διαμίσγω.

German (Pape)

[Seite 590] (s. μίγνυμι), durcheinander mischen, bei Ath. X, 441 f; Plut.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. part. fém. διαμεμιγμέναι;
entremêler, farcir.
Étymologie: διά, μίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

διαμίγνῡμι: и διαμιγνύω примешивать, добавлять (τι ἔν τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διαμίγνυμι: ἢ -ύω, ἀναμιγνύω, Πλούτ. 2. 1132D.

Greek Monolingual

διαμίγνυμι (Α)
ανακατεύω διαφορετικά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μείγνυμι].