φίμωση

From LSJ
Revision as of 19:57, 3 April 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source

Greek Monolingual

η / φίμωσις, -ώσεως, ἡ, ΝΜΑ
[[φιμῶ / -ώνω]]
1. έμφραξη πόρου, κλείσιμο διόδου
2. ιατρ. στένωση της πόσθης του πέους, που εμποδίζει την έξοδο της βαλάνου
νεοελλ.
1. εφαρμογή φιμώτρου
2. το κλείσιμο του στόματος κάποιου με ειδικό μέσο ώστε να μην μπορεί να μιλάει
3. μτφ. απαγόρευση της ελευθερίας του λόγου
αρχ.
1. (για τον θάνατο) σίγαση
2. παύση της λειτουργίας.

Translations

phimosis

Catalan: fimosi; Chinese Mandarin: 包莖/包茎; Czech: fimóza; Dutch: voorhuidsvernauwing; Esperanto: fimozo; Faroese: likkutútur; Finnish: fimoosi; French: phimosis; German: Phimose; Ancient Greek: φίμωσις; Hungarian: fitymaszűkület; Italian: fimosi; Japanese: 包茎; Latin: phimosis; Polish: stulejka; Portuguese: fimose; Russian: фимоз; Spanish: fimosis

ar: شبم; ast: Fimosis; be: Фімоз; bg: Фимоза; bn: ফাইমোসিস; ca: Fimosi; cs: Fimóza; da: Forhudsforsnævring; de: Phimose; el: Φίμωση; en: Phimosis; eo: Fimozo; es: Fimosis; eu: Fimosi; fa: فیموزیس; fi: Ahdas esinahka; fr: Phimosis; he: פימוזיס; hi: फाइमोसिस; hr: Fimoza; hu: Fitymaszűkület; hy: Ֆիմոզ; id: Fimosis; it: Fimosi; ja: 包茎; ko: 포경; ky: Фимоз; lt: Fimozė; mk: Фимоза; mr: फायमॉसिस; nds: Phimoos; nl: Fimosis; no: Fimose; or: ଫାଇମୋସିସ; pl: Stulejka; pt: Fimose; ro: Fimoză; ru: Фимоз; scn: Fimosi; sh: Fimoza; sk: Fimóza; sr: Фимоза; sv: Förhudsförträngning; ta: முன்தோல் குறுக்கம்; tt: Фимоз; uk: Фімоз; uz: Fimoz; vi: Hẹp bao quy đầu; zh: 包莖; zu: Phimosis