επίρρημα

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek Monolingual

το (AM ἐπίρρημα) ρήμα
γραμμ. άκλιτο μέρος του λόγου, που προσδιορίζει κυρίως το ρήμα, αλλά και το επίθετο ή άλλο επίρρημα