εὐπροσηγορία
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
ἡ, affability, Isoc.1.20.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
affabilité.
Étymologie: εὐπροσήγορος.
German (Pape)
ἡ, Umgänglichkeit, Freundlichkeit, Isocr. 1.20; Cic. Att. 12.40.
Russian (Dvoretsky)
εὐπροσηγορία: ἡ обходительность, общительность, приветливость Isocr.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπροσηγορία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ εὐπροσήγορος, Ἰσοκρ. 6Β.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐπροσηγορία) ευπροσήγορος
η προσήνεια, η καταδεκτικότητα.