άγγιχτος

From LSJ
Revision as of 21:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ανέγγιχτος, άψαυστος
2. ακέραιος
3. αυτός που δεν τέθηκε ακόμη σε χρήση, αχρησιμοποίητος
4. μτφ. α) αυτός που δεν δέχεται προσβολές, εύθικτος, ευέξαπτος
β) (για κοπέλες) αγνή, παρθένα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. +γγίζω ή < αγγίζω, όπου η σημασία της στερήσεως δημιουργήθηκε από το αρκτικό α- και τον αναβιβασμό του τόνου].