σφραγιδοφύλακας
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
Greek Monolingual
ο / σφραγιδοφύλαξ, -ακος, ΝΑ
νεοελλ.-μσν.
(κυρίως ως αξίωμα ανώτερου κρατικού λειτουργού)
ο φύλακας της σφραγίδας και, κυρίως, ο φύλακας της μεγάλης σφραγίδας του κράτους, θεσμός που αναπτύχθηκε από τον 11ο αιώνα, ιδίως στην Αγγλία, στη Γαλλία και στη Γερμανία
αρχ.
κοιλότητα σε δαχτυλίδι για τη στερέωση σφραγιδολίθου, πυελίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίς, -ίδος + φύλαξ, -ακος].