λεπτόσαρκος

From LSJ
Revision as of 03:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόσαρκος Medium diacritics: λεπτόσαρκος Low diacritics: λεπτόσαρκος Capitals: ΛΕΠΤΟΣΑΡΚΟΣ
Transliteration A: leptósarkos Transliteration B: leptosarkos Transliteration C: leptosarkos Beta Code: lepto/sarkos

English (LSJ)

ον, with fine pulp, κάρυον Gp.10.64.3, cf.Sch.Theoc. 5.94.

German (Pape)

[Seite 31] mit dünnem Fleisch, mager; Schol. Theocr. 5, 94; Geop.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόσαρκος: -ον, ἔχων ὀλίγην σάρκα, Γεωπ. 10. 64, 3, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 94.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λεπτόσαρκος, -ον)
αυτός που έχει λεπτές σάρκες, αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος
μσν.
αυτός που έχει λεπτό φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλό-σαρκος, λευκό-σαρκος].