λειοκόνιτος

From LSJ
Revision as of 08:20, 21 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ".[[" to ". [[")

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειοκόνιτος Medium diacritics: λειοκόνιτος Low diacritics: λειοκόνιτος Capitals: ΛΕΙΟΚΟΝΙΤΟΣ
Transliteration A: leiokónitos Transliteration B: leiokonitos Transliteration C: leiokonitos Beta Code: leioko/nitos

English (LSJ)

ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη, λείως γὰρ τελείως, Hsch.; cf. λεωκόνιτος.

Greek (Liddell-Scott)

λειοκόνιτος: «ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη· λείως γὰρ τελείως» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λειοκόνιτος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη, λείως γὰρ τελείως».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -κόνιτος(< κόνις), πρβλ. λεω-κόνιτος].