εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
μαρτυρόφρων, -ονος, -ὁ, ἡ (Μ)
αυτός που είναι έτοιμος να υποστεί μαρτύρια για την πίστη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρτυρας + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. αλλό-φρων].