μεταθανάτιος

From LSJ
Revision as of 15:08, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται μετά τον θάνατο
2. φρ. «μεταθανάτια ζωή»
εκκλ.
ο άλλος κόσμος, η άλλη ζωή, η πνευματική, που ζούν οι ψυχές μετά τον θάνατο, σύμφωνα με τη χριστιανική αντίληψη, αλλ. αιώνια ζωή, μέλλουσα ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -θανάτιος (< θάνατος), πρβλ. επι-θανάτιος].