νηχαλέος

From LSJ
Revision as of 16:42, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηχᾰλέος Medium diacritics: νηχαλέος Low diacritics: νηχαλέος Capitals: ΝΗΧΑΛΕΟΣ
Transliteration A: nēchaléos Transliteration B: nēchaleos Transliteration C: nichaleos Beta Code: nhxale/os

English (LSJ)

α, ον, = νηκτός, φύσις Xenocr. ap. Orib.2.58.1, cf.12.

Greek (Liddell-Scott)

νηχᾰλέος: -α, -ον, ὁ νηχόμενος, κολυμβῶν, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. 1.

Greek Monolingual

νηχαλέος, -α, -ον (Α)
αυτός που κολυμπά, που πλέει, ο νηκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήχω / νήχομαι «κολυμπώ» + επίθημα -αλέος (πρβλ. γηρ-αλέος, νηφ-αλέος)].

German (Pape)

schwimmend, von νήχω, Xenocrat.