ξενώνας
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ξενών, -ῶνος, Α και ξενεών)
ειδικό κτήριο ή κατάλυμα σε μοναστήρι ή δωμάτιο σπιτιού για διαμονή και διανυκτέρευση ξένων
μσν.
πτωχοκομείο ή νοσοκομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -κατάλ. -ών / -ώνας (πρβλ. αμπελ-ώνας, περιστερ-ώνας)].