νοσφιδόν
From LSJ
English (LSJ)
Adv. by stealth, Eust.894.50.
Greek (Liddell-Scott)
νοσφῐδόν: ἐπίρρ. λάθρα, κρυφίως, Λατ. furtim, Εὐστ. 894. 50.
Greek Monolingual
νοσφιδόν (Μ)
επίρρ. κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσφι «μακριά, κρυφά» + επιρρμ. κατάλ. -δόν (πρβλ. αναφαν-δόν, σχε-δόν)].
German (Pape)
entwandter, diebischer Weise, Eust.