σκανδάληθρο
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
Greek Monolingual
το / σκανδάληθρον, ΝΑ
επικαμπές τεμάχιο ξύλου στις παγίδες, όπου τοποθετείται το δόλωμα και το οποίο, καθώς το ακουμπά το ζώο, αναπηδά κλείνοντας την παγίδα, το ρόπτρο
αρχ.
φρ. «σκανδάληθρ' ἱστὰς ἐπῶν»
μτφ. στήνοντας παγίδες λόγων, δηλαδή προφέροντας λόγια τα οποία αρπάζει ο αντίπαλος και από τα οποία, τελικά, ηττάται (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον / σκανδάλη + επίθημα -ηθρον (πρβλ. έλκ-ηθρον, στέργ-ηθρον)].