νεφρίτιδα

From LSJ
Revision as of 12:21, 23 February 2023 by Spiros (talk | contribs)

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source

Greek Monolingual

η (Α νεφρῖτις)
νεοελλ.
οξεία ή χρόνια αμφοτερόπλευρη παρεγχυματική νόσος τών νεφρών που αφορά κυρίως το αγγειακό τους σύστημα ή τον συνδετικό ιστό ανάμεσα στα ουροφόρα σωληνάρια
αρχ.
1. παρουσία άμμου στους νεφρούς
2. ως επίθ. νεφρική, αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + επίθημα -ῖτις (πρβλ. αρθρ-ίτις), Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nephritis].

Translations

ar: التهاب الكلى; ast: nefritis; be_x_old: нэфрыт; be: нефрыт; bg: нефрит; ca: nefritis; de: Nephritis; dv: ގުރުދާ ދުޅަވުން; el: νεφρίτιδα, νεφρίτις; grc: νεφρῖτις; en: nephritis; eo: nefrito; es: nefritis; eu: nefritis; fi: munuaistulehdus; fr: néphrite; hy: երիկամաբորբ; id: nefritis; it: nefrite; ka: ნეფრიტი; kk: нефрит; ko: 신장염; ky: нефрит; nl: nefritis; pl: zapalenie nerek; pt: nefrite; ru: нефрит; simple: nephritis; ta: நீரகவழல்; tr: nefrit; uk: нефрит; zh: 腎炎