ορμητήριο
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
Greek Monolingual
το (ΑΜ ὁρμητήριον και δωρ. τ. ὁρματήριον)
οχυρή θέση από την οποία εξορμά κανείς για πολεμική επιχείρηση ή για θαλάσσια επιδρομή
νεοελλ.
ναυτ. πρόσκαιρη ή μόνιμη βάση αγκυροβολίας και ανεφοδιασμού του στόλου
αρχ.
1. μέσο για διέγερση ή για ενθάρρυνση, κίνητρο
2. φωλιά άγριου θηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμῶ + επίθημα -τήριο(ν) (πρβλ. πατη-τήριον)].