οἰνοχίτων
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ἁ, ἡ, vine-clad, οἰνοχίτωνας ἐλαίας Call.Fr.anon.211; δρύες -χίτωνες ib.158.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοχίτων: ὁ, ἡ, ἔχων ὡς χιτῶνα ἄμπελον, κεκαλυμμένος διὰ κλάδων ἀμπέλου, ἐλάται, δρύες, παρ’ Ἡσύχ.
Greek Monolingual
οἰνοχίτων, -ωνος, ὁ ἡ (Α)
καλυμμένος, σκεπασμένος με κλαδιά αμπέλου («οἰνοχίτωνος ἐλαίας», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χιτών, -ῶνος (πρβλ. σιδηρο-χίτων)].