μωλυρός

From LSJ
Revision as of 10:48, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωλυρός Medium diacritics: μωλυρός Low diacritics: μωλυρός Capitals: ΜΩΛΥΡΟΣ
Transliteration A: mōlyrós Transliteration B: mōlyros Transliteration C: molyros Beta Code: mwluro/s

English (LSJ)

ά, όν, = μῶλυς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 225] = Folgdm, Hesych. auch μολυρός.

Greek Monolingual

μωλυρός, -ά, -όν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Ζακυνθίους) μώλυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῶλ-υς + επίθημα -υρός (πρβλ. καπ-υρός). Η λ. ανάγεται πιθ. σε τ. μωλ-υλός, απ' όπου προήλθε το μωλυρός με ανομοίωση].