τρυγόνα

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

η / τρυγών, -όνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυγών Ν
1. το πτηνό τρυγόνι
2. κοινή σήμερα ονομασία τών ευρέως διαδεδομένων σελάχιων χονδροϊχθύων του γένους δασυάτις της οικογένειας δασυατίδες, τα οποία χαρακτηρίζονται από τις δηλητηριώδεις άκανθες της ουράς τους
νεοελλ.
(μόνον ο τ. τρυγόνα)
1. το θηλυκό τρυγόνι
2. μτφ. θωπευτική προσφώνηση γυναίκας
αρχ.
1. άγνωστο είδος ωοτόκου ζώου
2. παροιμ. «τρυγόνος λαλίστερος»
α) λέγεται για πολύ φλύαρο άνθρωπο
β) (κατά το λεξ. Σούδα) «πονηρὰ κατὰ τρυγόνα ψάλλεις
ἐπὶ τῶν μαχθηρῶς καὶ ἐπιπόνως ζώντων. Καὶ γὰρ ἡ τρυγών, ἐπειδὰν πεινᾷ, τότε μάλιστα ψάλλει».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματικός τ. σχηματισμένος παρλλ. προς το ρ. τρύζω (βλ. λ. τρύζω) με επίθημα -ών, που απαντά και σε άλλες ονομασίες πτηνών (πρβλ. ἀηδ-ών, ἀλκυ-ών). Η λ. τρυγών χρησιμοποιήθηκε και για να δηλώσει ένα είδος ψαριού, κατά μία άποψη λόγω του χαρακτηριστικού ήχου που παράγει το ψάρι αυτό όταν βγαίνει από το νερό. Κατ' άλλη άποψη, όμως, το δηλητηριώδες και επικίνδυνο αυτό ψάρι ονομάστηκε έτσι κατ' ευφημισμόν].