μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
ὀσμήρης, -ῆρες (Α)αυτός που αναδίδει οσμή, οσμηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + κατάλ. -ήρης (πρβλ. κλιν-ήρης)].