Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στεμφυλίτης

From LSJ
Revision as of 09:10, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεμφῠλίτης Medium diacritics: στεμφυλίτης Low diacritics: στεμφυλίτης Capitals: ΣΤΕΜΦΥΛΙΤΗΣ
Transliteration A: stemphylítēs Transliteration B: stemphylitēs Transliteration C: stemfylitis Beta Code: stemfuli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, fem. στεμφῠλ-ῖτις, ιδος, A made from grapes already pressed, τρύγες στεμφυλίτιδες wine made in this way, Hp.Vict.2.52, Morb.3.17: -ίτης,= vinacium, Gloss. -ον, τό, (στέμβω) mass of olives from which the oil has been pressed, olivecake, Ar.Eq.806: mostly in plural, Hp.Acut.64, Ar.Nu.45 (ubi v. Sch.), Fr.392; λιπῶσι στεμφύλοις Phryn.Com.38, cf. Androcl. ap. Arist.Rh. 1400a13, Ath.2.56d. II pl., mass of pressed grapes, Hp.Morb.2.69, Aff.27 (where it seems to be a drink), Lyc.678, PSI6.554.20 (iii B.C.), PCair.Zen.527.8 (iii B.C.); οἶνον ἀπὸ στεμφύλων LXX Nu.6.4; σταφυλῆς στέμφυλα Arist.Fr.107: in sg., Gal.6.576.—Signf. 1 is said to be Att. by Phryn.384.

German (Pape)

[Seite 934] ὁ, tem. στεμφυλῖτις, von Trestern gemacht, οἶνος, Stechwein, Lauer; ἐλαῖαι, eingemachte, zerdrückte Oliven; τρύγες, Hippocr., eine Art von Lauerwein, Most aus nachgepreßten Trestern.

Greek (Liddell-Scott)

στεμφῠλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος, ὁ πεποιημένος ἐκ σταφυλῶν, αἵτινες ἤδη ἐπατήθησαν, τρύγες στεμφυλίτιδες, ὁ οὕτω λαμβανόμενος οἶνος, Λατ, lorn, Ἱππ. 359. 8., 497. 8. - Ὡσαύτως στεμφυλίας, ὁ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λάκυρος.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και θηλ. στεμφυλῑτις, -ίτιδος, Α
νεοελλ.
(ενν. οίνος) κρασί που λαμβάνεται από δεύτερη σύνθλιψη τών στεμφύλων, τών τσίπουρων, ο δευτερίας οίνος
αρχ.
1. αυτός που παρασκευάζεται από σταφύλια πατημένα στον ληνό
2. το αρσ. ως ουσ. αγγείο για κρασί
3. φρ. «τρύγες στεμφυλίτιδες» — ο δευτερίας οίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα -ίτης (πρβλ. μηλ-ίτης)].