σπληνίτης

From LSJ
Revision as of 09:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπληνίτης Medium diacritics: σπληνίτης Low diacritics: σπληνίτης Capitals: ΣΠΛΗΝΙΤΗΣ
Transliteration A: splēnítēs Transliteration B: splēnitēs Transliteration C: splinitis Beta Code: splhni/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A of or due to the spleen, ὑδρωπισμός Diocl.Fr.47: fem. σπλην-ῖτης, ιδος, ἡ, φλέψ a bloodvessel of the spleen, Diog.Apoll.6, Hp.Morb.1.26, Ruf.Onom. 200. II disease of the spleen, οἱ παλαιοί ap.Gal.18(1).145.

German (Pape)

[Seite 922] ὁ, fem. σπληνῖτις, von der Milz; φλέψ, Milzblutader, Arist. H. A. 3, 2.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που ανήκει στη σπλήνα ή προέρχεται από αυτήν («σπληνίτης ὑδρωπισμός», Διοκλ. Καρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, σπληνός + επίθημα -ίτης (πρβλ. σιαγον-ίτης)].