λοετρόν
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
v. λουτρόν.
French (Bailly abrégé)
épq. c. λουτρόν.
Greek (Liddell-Scott)
λοετρόν: λοετροχόος, ἀρχαιότατοι τύποι τοῦ: λουτρ-, Ὅμ.
English (Autenrieth)
(λοϝετρόν, λούω): bathing, bath, pl., Ὠκεανοι<<><>>ο, ‘in Ocean,’ Od. 5.275.
Greek Monolingual
λοετρόν, τὸ (Α)
(επικ.τ.) βλ. λουτρό.
Greek Monotonic
λοετρόν: λοετροχόος, Επικ. αντί λουτρόν, λουτροχόος, σε Όμηρ.