μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
-έω, Ααποκεφαλίζω, καρατομώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + -κοπῶ (< -κοπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο-κοπώ, ορτυγο-κοπώ].